φθορίζω

φθορίζω
αμτβ., εμφανίζω φθορισμό (βλ. λ.), φωσφορίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθορίζω — Ν 1. εκπέμπω ακτινοβολία σύμφωνα με το φαινόμενο τού φθορισμού 2. φρ. α) «φθορίζουσα ουσία» φυσ. ουσία που έχει την ιδιότητα τού φθορισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριο. Η λ., στον λόγιο τ. τής μτχ. ουδ. φθορίζον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”